βολβός

βολβός
βολβός
Grammatical information: m.
Meaning: `onion; purse-tassels, Muscari comosum' (Att., Arist.).
Derivatives: βολβίον (Hp.), βολβάριον (Epict.), βολβίσκος (AP) `small onion'. - From βολβός the plant βολβίνη (Thphr., s. Strömberg Theophrastea 86). - On the fishnames βολβίδιον, βολβίτιον, βολβιτίνη see βόλβιτον; also βολβῖτις, βολβιτίς. See Thompson Fishes 33; Fraenkel Nom. ag. 2, 174 A. 1; Redard Noms grecs en -της 85. -
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: The form of the word is expressive, soundsymbolic, with a kind of reduplication. No direct relatives. Reminds of words for round, globular objects, like Lat. bulla `waterbubble', βυλλά βεβυσμένα H., Lith. bur̃bulas `waterbubble' etc., cf. βομβυλίς s. βόμβος; Arm. boɫk `radish' (Skt. bálba-ja- m. kind of grass, `Eleusine indica', orig. `balba-born' is less adequate); cf. Pok. 103; W.-Hofmann s. bulbus. Cf. βῶλος. (Lat. bulbus is a LW [loanword]).
Page in Frisk: 1,249-250

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βολβός — purse tassels masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • βολβός — ο 1. ρίζα φυτού σε σχήμα κρεμμυδιού. 2. κάθε σφαιρικό όργανο του σώματος που μοιάζει με βολβό: Ο βολβός του ματιού είναι πολύ ευαίσθητο όργανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολβοῖο — βολβός purse tassels masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβοῖς — βολβός purse tassels masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβοί — βολβός purse tassels masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβοῦ — βολβός purse tassels masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβούς — βολβός purse tassels masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβῷ — βολβός purse tassels masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολβόν — βολβός purse tassels masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”